κακοδόξων

κακοδόξων
κακόδοξος
in ill repute
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κακοδοξῶν — κακοδοξέω to be in ill repute pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυστηριάρχης — μυστηριάρχης, ὁ (ΑΜ) 1. ο αρχηγός, ο προϊστάμενος κατά την τέλεση τών μυστηρίων, αυτός που πρωτοστατούσε κατά τις απόκρυφες ιεροπραξίες και διδασκαλίες μυστηριακής λατρείας 2. (κατ επέκτ.) (για αιρετικούς χριστιανούς, υποτιμητικά) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • Φαρμακίδης, Θεόκλητος — (Νιμπεγλέρ, Θεσσαλία 1784 – Αθήνα 1860). Λόγιος κληρικός, πρωτοπόρος δημοσιογράφος και ο τελευταίος εκπρόσωπος της φιλελεύθερης πνευματικής παράδοσης του Κοραή. Τις στοιχειώδεις σπουδές στο χωριό του και στη Λάρισα συμπλήρωσε αργότερα στη Μεγάλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”